Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φορκίδες
Φόρκυς
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτίον
φορτίς
φόρτος
View word page
φορός
φορός φορός, όν φέρω bringing on oneʼs way, forwarding, of a wind, favourable, Polyb., etc. bringing in, productive, Theophr.

ShortDef

bringing on one's way, forwarding

Debugging

Headword:
φορός
Headword (normalized):
φορός
Headword (normalized/stripped):
φορος
IDX:
35122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35162
Key:
foro/s

Data

{'content': 'φορός\n φορός, όν\n φέρω\n bringing on oneʼs way, forwarding, of a wind, favourable, Polyb., etc.\n bringing in, productive, Theophr.', 'key': 'foro/s'}