Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φορηδόν
φόρημα
φορητός
φόριμος
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
View word page
φορμορραφέομαι
φορμορραφέομαι φορμορ-ρᾰφέομαι, ῥάπτω Pass. to be stitched like a mat, to be hampered, a word of Demosth. ridiculed by Aeschin.
ShortDef
to be stitched like a mat, to be hampered
Debugging
Headword:
φορμορραφέομαι
Headword (normalized):
φορμορραφέομαι
Headword (normalized/stripped):
φορμορραφεομαι
IDX:
35118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35158
Key:
formorrafe/omai
Data
{'content': 'φορμορραφέομαι\n φορμορ-ρᾰφέομαι,\n ῥάπτω\n Pass. to be stitched like a mat, to be hampered, a word of Demosth. ridiculed by Aeschin.', 'key': 'formorrafe/omai'}