Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορητός
φόριμος
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
View word page
φορμικτής
φορμικτής a harper, Pind., Ar.

ShortDef

a harper

Debugging

Headword:
φορμικτής
Headword (normalized):
φορμικτής
Headword (normalized/stripped):
φορμικτης
IDX:
35117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35157
Key:
formikth/s

Data

{'content': 'φορμικτής\n a harper, Pind., Ar.', 'key': 'formikth/s'}