Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορητός
φόριμος
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
View word page
φορητός
φορητός φορητός, ή, όν borne, carried, Pind. to be borne, endurable, Aesch., Eur.
ShortDef
borne, carried
Debugging
Headword:
φορητός
Headword (normalized):
φορητός
Headword (normalized/stripped):
φορητος
IDX:
35110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35150
Key:
forhto/s
Data
{'content': 'φορητός\n φορητός, ή, όν\n borne, carried, Pind.\n to be borne, endurable, Aesch., Eur.', 'key': 'forhto/s'}