Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνώδυνος
ἄνωθεν
ἀνωθέω
ἀνωϊστί
ἀνώϊστος
ἀνώλεθρος
ἀνωμαλία
ἀνώμαλος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνώχυρος
View word page
ἀνωνόμαστος
ἀνωνόμαστος ὀνομάζω nameless, indescribable, ineffable, Eur., Ar.
ShortDef
nameless, indescribable, ineffable
Debugging
Headword:
ἀνωνόμαστος
Headword (normalized):
ἀνωνόμαστος
Headword (normalized/stripped):
ανωνομαστος
IDX:
3514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3515
Key:
a)nwno/mastos
Data
{'content': 'ἀνωνόμαστος\n ὀνομάζω\n nameless, indescribable, ineffable, Eur., Ar.', 'key': 'a)nwno/mastos'}