Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορητός
φόριμος
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
View word page
φορεύς
φορεύς φορεύς, έως, φέρω a bearer, carrier, Il.: ἵππος φορεύς a pack- horse, Plut.
ShortDef
a bearer, carrier
Debugging
Headword:
φορεύς
Headword (normalized):
φορεύς
Headword (normalized/stripped):
φορευς
IDX:
35106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35146
Key:
foreu/s
Data
{'content': 'φορεύς\n φορεύς, έως,\n φέρω\n a bearer, carrier, Il.: ἵππος φορεύς a pack- horse, Plut.', 'key': 'foreu/s'}