Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορητός
φόριμος
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμηδόν
φόρμιγξ
View word page
φορεῖον
φορεῖον , ου, τό, φέρω a litter, Lat. lecti_ca, Dinarch.
ShortDef
a litter
Debugging
Headword:
φορεῖον
Headword (normalized):
φορεῖον
Headword (normalized/stripped):
φορειον
IDX:
35105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35145
Key:
forei=on
Data
{'content': 'φορεῖον\n , ου, τό,\n φέρω\n a litter, Lat. lecti_ca, Dinarch.', 'key': 'forei=on'}