Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορητός
φόριμος
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμηδόν
View word page
φορβή
φορβή , ἡ, φέρβω pasture, food, fodder, forage, Il., Hdt.; of birds of prey, Soph.

ShortDef

pasture, food, fodder, forage

Debugging

Headword:
φορβή
Headword (normalized):
φορβή
Headword (normalized/stripped):
φορβη
IDX:
35104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35144
Key:
forbh/

Data

{'content': 'φορβή\n , ἡ,\n φέρβω\n pasture, food, fodder, forage, Il., Hdt.; of birds of prey, Soph.', 'key': 'forbh/'}