Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορητός
φόριμος
Φορκίδες
View word page
φορβάς
φορβάς φορβάς, άδος, φέρβω giving pasture or food, feeding, Soph. in the pasture, out at grass, grazing with the herd, Eur.

ShortDef

giving pasture

Debugging

Headword:
φορβάς
Headword (normalized):
φορβάς
Headword (normalized/stripped):
φορβας
IDX:
35102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35142
Key:
forba/s

Data

{'content': 'φορβάς\n φορβάς, άδος,\n φέρβω\n giving pasture or food, feeding, Soph.\n in the pasture, out at grass, grazing with the herd, Eur.', 'key': 'forba/s'}