Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
View word page
φοξός
φοξός φοξός, ή, όν pointed, epith. of Thersites, φοξὸς κεφαλήν peaked in head, having a sugar-loaf head, Il. deriv. uncertain

ShortDef

pointed

Debugging

Headword:
φοξός
Headword (normalized):
φοξός
Headword (normalized/stripped):
φοξος
IDX:
35099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35139
Key:
foco/s

Data

{'content': 'φοξός\n φοξός, ή, όν\n pointed, epith. of Thersites, φοξὸς κεφαλήν peaked in head, having a sugar-loaf head, Il.\n deriv. uncertain', 'key': 'foco/s'}