Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φολκός
φόλλις
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
φορεῖον
φορεύς
View word page
φονολιβής
φονολιβής φονο-λῐβής, ές λίβος blood-dripping, blood-reeking, Aesch.
ShortDef
blood-dripping, blood-reeking
Debugging
Headword:
φονολιβής
Headword (normalized):
φονολιβής
Headword (normalized/stripped):
φονολιβης
IDX:
35096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35136
Key:
fonolibh/s
Data
{'content': 'φονολιβής\n φονο-λῐβής, ές\n λίβος\n blood-dripping, blood-reeking, Aesch.', 'key': 'fonolibh/s'}