Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοῖτος
φολκός
φόλλις
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
φορεῖον
View word page
φόνιος
φόνιος φόνιος, ον, φόνος poetic form of φονικός of blood, bloody, Aesch., Eur. bloody, bloodstained, blood-reeking, murderous, Trag.:—neut. pl. as adv., φόνια δερκόμενος Ar. of actions, etc., bloody, murderous, deadly, Eur. Cf. φοίνιος.

ShortDef

of blood, bloody

Debugging

Headword:
φόνιος
Headword (normalized):
φόνιος
Headword (normalized/stripped):
φονιος
IDX:
35095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35135
Key:
fo/nios

Data

{'content': 'φόνιος\n φόνιος, ον,\n φόνος\n poetic form of φονικός\n of blood, bloody, Aesch., Eur.\n bloody, bloodstained, blood-reeking, murderous, Trag.:—neut. pl. as adv., φόνια δερκόμενος Ar.\n of actions, etc., bloody, murderous, deadly, Eur. Cf. φοίνιος.', 'key': 'fo/nios'}