φόνιος
φόνιος
φόνιος, ον,
φόνος
poetic form of φονικός
of blood, bloody, Aesch., Eur.
bloody, bloodstained, blood-reeking, murderous, Trag.:—neut. pl. as adv., φόνια δερκόμενος Ar.
of actions, etc., bloody, murderous, deadly, Eur. Cf. φοίνιος.