Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοιτητής
φοῖτος
φολκός
φόλλις
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
φορβή
View word page
φονικός
φονικός φονικός, ή, όν φόνος inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary, Thuc., Plat. of murder or homicide, φ. δίκαι trials for homicide, Arist.; φ. νόμοι laws respecting homicide, Dem.; τὰ φ. murderous acts, murder, homicide, Isocr.

ShortDef

inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary

Debugging

Headword:
φονικός
Headword (normalized):
φονικός
Headword (normalized/stripped):
φονικος
IDX:
35094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35134
Key:
foniko/s

Data

{'content': 'φονικός\n φονικός, ή, όν\n φόνος\n inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary, Thuc., Plat.\n of murder or homicide, φ. δίκαι trials for homicide, Arist.; φ. νόμοι laws respecting homicide, Dem.; τὰ φ. murderous acts, murder, homicide, Isocr.', 'key': 'foniko/s'}