Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοίτησις
φοιτητής
φοῖτος
φολκός
φόλλις
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
φορά
φορβάς
φορβειά
View word page
φονή
φονή φονή, ἡ, Φένω slaughter, murder, always in pl., Il.; ἐν τῇσι φονῇσιν εἶναι to be in the act of slaying, Hdt.; ἐν φοναῖς πεσών Aesch.; σπᾶν φοναῖς to rend murderously, Soph.; ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις he is absent a-killing game, Eur.

ShortDef

slaughter, murder

Debugging

Headword:
φονή
Headword (normalized):
φονή
Headword (normalized/stripped):
φονη
IDX:
35093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35133
Key:
fonh/

Data

{'content': 'φονή\n φονή, ἡ,\n Φένω\n slaughter, murder, always in pl., Il.; ἐν τῇσι φονῇσιν εἶναι to be in the act of slaying, Hdt.; ἐν φοναῖς πεσών Aesch.; σπᾶν φοναῖς to rend murderously, Soph.; ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις he is absent a-killing game, Eur.', 'key': 'fonh/'}