Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητής
φοῖτος
φολκός
φόλλις
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φοράδην
View word page
φόνευμα
φόνευμα φόνευμα, ατος, τό, φονεύω that which is destined for slaughter, Eur.

ShortDef

that which is destined for slaughter

Debugging

Headword:
φόνευμα
Headword (normalized):
φόνευμα
Headword (normalized/stripped):
φονευμα
IDX:
35090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35130
Key:
fo/neuma

Data

{'content': 'φόνευμα\n φόνευμα, ατος, τό,\n φονεύω\n that which is destined for slaughter, Eur.', 'key': 'fo/neuma'}