Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητής
φοῖτος
φολκός
φόλλις
φόναξ
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονή
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
View word page
φονάω
φονάω φονάω, Desiderative, to be athirst for blood, to be murderous, Soph.; part. pl. dat. fem. φονώσαις Soph.

ShortDef

to be athirst for blood, to be murderous

Debugging

Headword:
φονάω
Headword (normalized):
φονάω
Headword (normalized/stripped):
φοναω
IDX:
35089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35129
Key:
fona/w

Data

{'content': 'φονάω\n φονάω,\n Desiderative, to be athirst for blood, to be murderous, Soph.; part. pl. dat. fem. φονώσαις Soph.', 'key': 'fona/w'}