Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄνω
ἀνώγαιον
ἄνωγα
ἀνώδυνος
ἄνωθεν
ἀνωθέω
ἀνωϊστί
ἀνώϊστος
ἀνώλεθρος
ἀνωμαλία
ἀνώμαλος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
View word page
ἀνώμαλος
ἀνώμαλος ὁμαλός uneven, irregular, Plat.: τὸ ἀν. unevenness of ground, Thuc. of fortune, Thuc.
ShortDef
uneven, irregular
Debugging
Headword:
ἀνώμαλος
Headword (normalized):
ἀνώμαλος
Headword (normalized/stripped):
ανωμαλος
IDX:
3511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3512
Key:
a)nw/malos
Data
{'content': 'ἀνώμαλος\n ὁμαλός\n uneven, irregular, Plat.: τὸ ἀν. unevenness of ground, Thuc.\n of fortune, Thuc.', 'key': 'a)nw/malos'}