Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοινικόπτερος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσσω
φοινός
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητής
φοῖτος
φολκός
φόλλις
φόναξ
φονάω
View word page
φοιταλέος
φοιταλέος φοιτᾰλέος, η, ον, φοιτάω roaming wildly about, Mosch. act. driving madly about, maddening, Aesch., Eur.

ShortDef

roaming wildly about

Debugging

Headword:
φοιταλέος
Headword (normalized):
φοιταλέος
Headword (normalized/stripped):
φοιταλεος
IDX:
35079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35119
Key:
foitale/os

Data

{'content': 'φοιταλέος\n φοιτᾰλέος, η, ον,\n φοιτάω\n roaming wildly about, Mosch.\n act. driving madly about, maddening, Aesch., Eur.', 'key': 'foitale/os'}