Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φοινικοπάρηος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσσω
φοινός
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητής
φοῖτος
φολκός
φόλλις
View word page
φοινίσσω
φοινίσσω φοινίσσω, φοινός to redden, make red, Orac. ap. Hdt., Eur.:—Pass. to be or become red, Soph., Eur.
ShortDef
to redden, make red
Debugging
Headword:
φοινίσσω
Headword (normalized):
φοινίσσω
Headword (normalized/stripped):
φοινισσω
IDX:
35077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35117
Key:
foini/ssw
Data
{'content': 'φοινίσσω\n φοινίσσω,\n φοινός\n to redden, make red, Orac. ap. Hdt., Eur.:—Pass. to be or become red, Soph., Eur.', 'key': 'foini/ssw'}