Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φοινικόεις
φοινικόκροκος
φοινικόλοφος
φοινικοπάρηος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσσω
φοινός
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητής
View word page
Φοῖνιξ
Φοῖνιξ Φοῖνιξ, ῑκος, a Phoenician, Hom. fem., Φοίνισσα γυνή Od., Eur.; χθών, νῆσος Eur.
ShortDef
a Phoenician
a purple-red, purple; date palm
Debugging
Headword:
Φοῖνιξ
Headword (normalized):
φοῖνιξ
Headword (normalized/stripped):
φοινιξ
IDX:
35074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35114
Key:
*foi=nic
Data
{'content': 'Φοῖνιξ\n Φοῖνιξ, ῑκος,\n a Phoenician, Hom.\n fem., Φοίνισσα γυνή Od., Eur.; χθών, νῆσος Eur.', 'key': '*foi=nic'}