Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φοινικοβατέω
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόκροκος
φοινικόλοφος
φοινικοπάρηος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσσω
φοινός
φοιταλέος
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
View word page
Φοινικόστολος
Φοινικόστολος Φοινῑκό-στολος, ον, sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.
ShortDef
of a Phoenician expedition; blood red
Debugging
Headword:
Φοινικόστολος
Headword (normalized):
φοινικόστολος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοστολος
IDX:
35072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35112
Key:
*foiniko/stolos
Data
{'content': 'Φοινικόστολος\n Φοινῑκό-στολος, ον,\n sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.', 'key': '*foiniko/stolos'}