Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φοινικικός
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόκροκος
φοινικόλοφος
φοινικοπάρηος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινίσσω
View word page
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρηος φοινῑκο-πάρῃος (ᾰ), ον, Ionic for -πάρειος red-cheeked, epith. of ships, the bows of which were painted red, Od.

ShortDef

red-cheeked

Debugging

Headword:
φοινικοπάρηος
Headword (normalized):
φοινικοπάρηος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπαρηος
IDX:
35067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35107
Key:
foinikopa/rh|os

Data

{'content': 'φοινικοπάρηος\n φοινῑκο-πάρῃος (ᾰ), ον,\n Ionic for -πάρειος\n red-cheeked, epith. of ships, the bows of which were painted red, Od.', 'key': 'foinikopa/rh|os'}