Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φοινίκη
Φοινικικός
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόκροκος
φοινικόλοφος
φοινικοπάρηος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
φοινικοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
View word page
φοινικόλοφος
φοινικόλοφος φοινῑκό-λοφος, ον, purple or crimson-crested, Eur.

ShortDef

purple

Debugging

Headword:
φοινικόλοφος
Headword (normalized):
φοινικόλοφος
Headword (normalized/stripped):
φοινικολοφος
IDX:
35066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35106
Key:
foiniko/lofos

Data

{'content': 'φοινικόλοφος\n φοινῑκό-λοφος, ον,\n purple or crimson-crested, Eur.', 'key': 'foiniko/lofos'}