Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
Φοινίκη
Φοινικικός
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόκροκος
φοινικόλοφος
φοινικοπάρηος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
Φοινικόστολος
View word page
φοινικοβατέω
φοινικοβατέω φοινῑκο-βᾰτέω, to climb palms, Luc.

ShortDef

to climb palms

Debugging

Headword:
φοινικοβατέω
Headword (normalized):
φοινικοβατέω
Headword (normalized/stripped):
φοινικοβατεω
IDX:
35062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35102
Key:
foinikobate/w

Data

{'content': 'φοινικοβατέω\n φοινῑκο-βᾰτέω,\n to climb palms, Luc.', 'key': 'foinikobate/w'}