Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φοῖβος
φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
Φοινίκη
Φοινικικός
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόκροκος
φοινικόλοφος
φοινικοπάρηος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
View word page
φοινικόβαπτος
φοινικόβαπτος φοινῑκό-βαπτος, ον, purple-dyed, ἐσθήματα Aesch.
ShortDef
purple-dyed
Debugging
Headword:
φοινικόβαπτος
Headword (normalized):
φοινικόβαπτος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοβαπτος
IDX:
35061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35101
Key:
foiniko/baptos
Data
{'content': 'φοινικόβαπτος\n φοινῑκό-βαπτος, ον,\n purple-dyed, ἐσθήματα Aesch.', 'key': 'foiniko/baptos'}