Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνύω
ἄνω
ἄνω
ἀνώγαιον
ἄνωγα
ἀνώδυνος
ἄνωθεν
ἀνωθέω
ἀνωϊστί
ἀνώϊστος
ἀνώλεθρος
ἀνωμαλία
ἀνώμαλος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνωρύομαι
ἀνώτατος
View word page
ἀνώλεθρος
ἀνώλεθρος ὄλεθρος indestructible, Plat.; Epic ἀν-όλεθρος having escaped ruin, Il.

ShortDef

indestructible

Debugging

Headword:
ἀνώλεθρος
Headword (normalized):
ἀνώλεθρος
Headword (normalized/stripped):
ανωλεθρος
IDX:
3509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3510
Key:
a)nw/leqros

Data

{'content': 'ἀνώλεθρος\n ὄλεθρος\n indestructible, Plat.; Epic ἀν-όλεθρος having escaped ruin, Il.', 'key': 'a)nw/leqros'}