Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φοίβειος
Φοιβηΐς
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοῖβος
φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
Φοινίκη
Φοινικικός
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόκροκος
φοινικόλοφος
φοινικοπάρηος
View word page
Φοινικικός
Φοινικικός Φοινῑκικός, ή, όν Phoenician, Hdt., etc.; sometimes to express great antiquity, Plat.:—later, Punic, to express treachery, Polyb. φοινικικός, φοινίκεος· metaph., κακὰ φοινικικά "of deep dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, φοινίκεος, Ar.

ShortDef

Phoenician

Debugging

Headword:
Φοινικικός
Headword (normalized):
φοινικικός
Headword (normalized/stripped):
φοινικικος
IDX:
35057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35097
Key:
*foinikiko/s

Data

{'content': 'Φοινικικός\n Φοινῑκικός, ή, όν\n Phoenician, Hdt., etc.; sometimes to express great antiquity, Plat.:—later, Punic, to express treachery, Polyb.\n φοινικικός, φοινίκεος· metaph., κακὰ φοινικικά "of deep dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, φοινίκεος, Ar.', 'key': '*foinikiko/s'}