Φοινικικός
Φοινικικός
Φοινῑκικός, ή, όν
Phoenician, Hdt., etc.; sometimes to express great antiquity, Plat.:—later, Punic, to express treachery, Polyb.
φοινικικός, φοινίκεος· metaph., κακὰ φοινικικά "of deep dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, φοινίκεος, Ar.