Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοιβηΐς
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοῖβος
φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
Φοινίκη
Φοινικικός
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
View word page
φοινίκεος
φοινίκεος φοῖνιξ purple-red, purple or crimson, and (generally) red, Lat. puniceus, Hdt., Pind.:—Attic contr. φοινῑκοῦς, ᾶ, οῦν, Xen.

ShortDef

purple-red, purple

Debugging

Headword:
φοινίκεος
Headword (normalized):
φοινίκεος
Headword (normalized/stripped):
φοινικεος
IDX:
35054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35094
Key:
foini/keos

Data

{'content': 'φοινίκεος\n φοῖνιξ\n purple-red, purple or crimson, and (generally) red, Lat. puniceus, Hdt., Pind.:—Attic contr. φοινῑκοῦς, ᾶ, οῦν, Xen.', 'key': 'foini/keos'}