Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοιβηΐς
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοῖβος
φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
Φοινίκη
Φοινικικός
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικόβαπτος
View word page
φοῖβος
φοῖβος φοῖβος, η, ον prob. from φάος bright, radiant, Aesch. as prop. n., Φοῖβος, Phoebus, i. e. the bright or pure: Hom. commonly joins Φοῖβος Ἀπόλλων, but also has Φοῖβος alone.

ShortDef

bright, radiant
Phoebus

Debugging

Headword:
φοῖβος
Headword (normalized):
φοῖβος
Headword (normalized/stripped):
φοιβος
IDX:
35051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35091
Key:
foi=bos

Data

{'content': 'φοῖβος\n φοῖβος, η, ον\n prob. from φάος\n bright, radiant, Aesch.\n as prop. n., Φοῖβος, Phoebus, i. e. the bright or pure: Hom. commonly joins Φοῖβος Ἀπόλλων, but also has Φοῖβος alone.', 'key': 'foi=bos'}