Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοβητός
φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοιβηΐς
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοῖβος
φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
Φοινίκη
Φοινικικός
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
View word page
φοιβόληπτος
φοιβόληπτος φοιβό-ληπτος, ον, possessed by Phoebus, Plut.:— Ionic φοιβό-λαμπτος, Hdt.

ShortDef

possessed by Phoebus

Debugging

Headword:
φοιβόληπτος
Headword (normalized):
φοιβόληπτος
Headword (normalized/stripped):
φοιβοληπτος
IDX:
35050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35090
Key:
*foibo/lhptos

Data

{'content': 'φοιβόληπτος\n φοιβό-ληπτος, ον,\n possessed by Phoebus, Plut.:— Ionic φοιβό-λαμπτος, Hdt.', 'key': '*foibo/lhptos'}