Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φόβη
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοιβηΐς
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοῖβος
φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
Φοινίκη
Φοινικικός
View word page
Φοίβειος
Φοίβειος Φοίβειος, α, ον of Phoebus, sacred to him, Hdt., Eur.

ShortDef

of Phoebus, sacred to him

Debugging

Headword:
Φοίβειος
Headword (normalized):
φοίβειος
Headword (normalized/stripped):
φοιβειος
IDX:
35047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35087
Key:
*foi/beios

Data

{'content': 'Φοίβειος\n Φοίβειος, α, ον\n of Phoebus, sacred to him, Hdt., Eur.', 'key': '*foi/beios'}