Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φόβημα
φόβη
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοιβηΐς
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοῖβος
φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
Φοινίκη
View word page
φοιβάω
φοιβάω φοιβάω, fut. -ήσω φοῖβος to cleanse, purify, Theocr.
ShortDef
to cleanse, purify
Debugging
Headword:
φοιβάω
Headword (normalized):
φοιβάω
Headword (normalized/stripped):
φοιβαω
IDX:
35046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35086
Key:
foiba/w
Data
{'content': 'φοιβάω\n φοιβάω,\n fut. -ήσω\n φοῖβος\n to cleanse, purify, Theocr.', 'key': 'foiba/w'}