Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φοβέω
φόβημα
φόβη
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοιβηΐς
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοῖβος
φοινήεις
φοινικάνθεμος
φοινίκεος
φοινικήϊος
View word page
φοιβαστικός
φοιβαστικός φοιβαστικός, ή, όν φοιβάζω prophetic: c. gen., φ. χρησμῶν uttering oracles, Plut.

ShortDef

prophetic

Debugging

Headword:
φοιβαστικός
Headword (normalized):
φοιβαστικός
Headword (normalized/stripped):
φοιβαστικος
IDX:
35045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35085
Key:
foibastiko/s

Data

{'content': 'φοιβαστικός\n φοιβαστικός, ή, όν\n φοιβάζω\n prophetic: c. gen., φ. χρησμῶν uttering oracles, Plut.', 'key': 'foibastiko/s'}