Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φλύκταινα
φλύω
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβημα
φόβη
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοιβηΐς
Φοίβη
φοιβόληπτος
View word page
φοβητός
φοβητός φοβητός, ή, όν φοβέομαι to be feared, τινι Soph.
ShortDef
to be feared
Debugging
Headword:
φοβητός
Headword (normalized):
φοβητός
Headword (normalized/stripped):
φοβητος
IDX:
35040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35080
Key:
fobhto/s
Data
{'content': 'φοβητός\n φοβητός, ή, όν\n φοβέομαι\n to be feared, τινι Soph.', 'key': 'fobhto/s'}