Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φλύαρος
φλυαρώδης
φλύκταινα
φλύω
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβημα
φόβη
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοιβηΐς
View word page
φοβητέος
φοβητέος φοβητέος, ον, verb. adj. of φοβέομαι one must fear, Plat. φοβητέος, η, ον, to be feared, Plat.

ShortDef

one must fear

Debugging

Headword:
φοβητέος
Headword (normalized):
φοβητέος
Headword (normalized/stripped):
φοβητεος
IDX:
35038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35078
Key:
fobhte/os

Data

{'content': 'φοβητέος\n φοβητέος, ον,\n verb. adj. of φοβέομαι\n one must fear, Plat.\n φοβητέος, η, ον, to be feared, Plat.', 'key': 'fobhte/os'}