Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φλυαρέω
φλυαρία
φλύαρος
φλυαρώδης
φλύκταινα
φλύω
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβημα
φόβη
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
View word page
φόβημα
φόβημα φόβημα, ατος, τό, φοβέω a terror, τινος to one, Soph.

ShortDef

a terror

Debugging

Headword:
φόβημα
Headword (normalized):
φόβημα
Headword (normalized/stripped):
φοβημα
IDX:
35036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35076
Key:
fo/bhma

Data

{'content': 'φόβημα\n φόβημα, ατος, τό,\n φοβέω\n a terror, τινος to one, Soph.', 'key': 'fo/bhma'}