Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φλοῖσβος
φλόξ
φλόος
φλυαρέω
φλυαρία
φλύαρος
φλυαρώδης
φλύκταινα
φλύω
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβημα
φόβη
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φόβος
φοιβάζω
View word page
φοβερότης
φοβερότης from φοβερός φοβερότης, ητος, ἡ, terribleness, Arist.
ShortDef
terribleness
Debugging
Headword:
φοβερότης
Headword (normalized):
φοβερότης
Headword (normalized/stripped):
φοβεροτης
IDX:
35033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35073
Key:
fobero/ths
Data
{'content': 'φοβερότης\n from φοβερός\n φοβερότης, ητος, ἡ,\n terribleness, Arist.', 'key': 'fobero/ths'}