Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φλόγωσις
φλογώψ
φλόϊνος
φλοιός
φλοῖσβος
φλόξ
φλόος
φλυαρέω
φλυαρία
φλύαρος
φλυαρώδης
φλύκταινα
φλύω
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβημα
φόβη
φοβητέος
φοβητικός
View word page
φλυαρώδης
φλυαρώδης φλυᾱρ-ώδης, ες εἶδος fooling, Plut. fl4uzw, v. φλύω.

ShortDef

fooling

Debugging

Headword:
φλυαρώδης
Headword (normalized):
φλυαρώδης
Headword (normalized/stripped):
φλυαρωδης
IDX:
35029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35069
Key:
fluarw/dhs

Data

{'content': 'φλυαρώδης\n φλυᾱρ-ώδης, ες\n εἶδος\n fooling, Plut. fl4uzw, v. φλύω.', 'key': 'fluarw/dhs'}