Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φλειάσιος
φλίβω
Φλειοῦς
φλόγεος
φλογερός
φλογίζω
φλογιστός
φλογμός
φλογόεις
φλογόω
φλογωπός
φλόγωσις
φλογώψ
φλόϊνος
φλοιός
φλοῖσβος
φλόξ
φλόος
φλυαρέω
φλυαρία
φλύαρος
View word page
φλογωπός
φλογωπός φλογ-ωπός, όν ὤψ fiery-looking, flaming, Aesch.; φλ. σήματα omens by fire (not lightning), Aesch.

ShortDef

fiery-looking, flaming

Debugging

Headword:
φλογωπός
Headword (normalized):
φλογωπός
Headword (normalized/stripped):
φλογωπος
IDX:
35018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35058
Key:
flogwpo/s

Data

{'content': 'φλογωπός\n φλογ-ωπός, όν\n ὤψ\n fiery-looking, flaming, Aesch.; φλ. σήματα omens by fire (not lightning), Aesch.', 'key': 'flogwpo/s'}