Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φλέως
φληναφάω
φλήναφος
φλιά
Φλειάσιος
φλίβω
Φλειοῦς
φλόγεος
φλογερός
φλογίζω
φλογιστός
φλογμός
φλογόεις
φλογόω
φλογωπός
φλόγωσις
φλογώψ
φλόϊνος
φλοιός
φλοῖσβος
φλόξ
View word page
φλογιστός
φλογιστός φλογιστός, ή, όν verb. adj. from φλογίζω burnt up, Soph.

ShortDef

burnt up

Debugging

Headword:
φλογιστός
Headword (normalized):
φλογιστός
Headword (normalized/stripped):
φλογιστος
IDX:
35014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35054
Key:
flogisto/s

Data

{'content': 'φλογιστός\n φλογιστός, ή, όν\n verb. adj. from φλογίζω\n burnt up, Soph.', 'key': 'flogisto/s'}