Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φλαυρουργός
φλάω
φλεγέθω
φλεγμαίνω
φλέγμα
φλεγματώδης
Φλέγρα
φλεγύας
φλεγυρός
φλέγω
φλέδων
φλέξις
φλέψ
φλέω
φλέως
φληναφάω
φλήναφος
φλιά
Φλειάσιος
φλίβω
Φλειοῦς
View word page
φλέδων
φλέδων φλέδων, ονος, ὁ, ἡ, φλέω a babbler; of a woman, Aesch.

ShortDef

a babbler

Debugging

Headword:
φλέδων
Headword (normalized):
φλέδων
Headword (normalized/stripped):
φλεδων
IDX:
35000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35040
Key:
fle/dwn

Data

{'content': 'φλέδων\n φλέδων, ονος, ὁ, ἡ,\n φλέω\n a babbler; of a woman, Aesch.', 'key': 'fle/dwn'}