Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιτρός
φίτυμα
φιτυποίμην
φῖτυ
φιτύω
φλάζω
φλαττόθρατ
φλαυρίζω
φλαῦρος
φλαυρότης
φλαυρουργός
φλάω
φλεγέθω
φλεγμαίνω
φλέγμα
φλεγματώδης
Φλέγρα
φλεγύας
φλεγυρός
φλέγω
φλέδων
View word page
φλαυρουργός
φλαυρουργός φλαυρ-ουργός, όν ἔργω working badly, ἀνὴρ φλ. a sorry workman, Soph.
ShortDef
working badly
Debugging
Headword:
φλαυρουργός
Headword (normalized):
φλαυρουργός
Headword (normalized/stripped):
φλαυρουργος
IDX:
34990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35030
Key:
flaurourgo/s
Data
{'content': 'φλαυρουργός\n φλαυρ-ουργός, όν\n ἔργω\n working badly, ἀνὴρ φλ. a sorry workman, Soph.', 'key': 'flaurourgo/s'}