Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιμόω
-φι
φ
φιτρός
φίτυμα
φιτυποίμην
φῖτυ
φιτύω
φλάζω
φλαττόθρατ
φλαυρίζω
φλαῦρος
φλαυρότης
φλαυρουργός
φλάω
φλεγέθω
φλεγμαίνω
φλέγμα
φλεγματώδης
Φλέγρα
φλεγύας
View word page
φλαυρίζω
φλαυρίζω φλαυρίζω, Attic for φαυλίζω, Plut. from φλαῦρος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φλαυρίζω
Headword (normalized):
φλαυρίζω
Headword (normalized/stripped):
φλαυριζω
IDX:
34987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35027
Key:
flauri/zw
Data
{'content': 'φλαυρίζω\n φλαυρίζω,\n Attic for φαυλίζω, Plut.\n from φλαῦρος', 'key': 'flauri/zw'}