Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Φιλτραῖος
φίλτρον
φιλύδρηλος
φιλύρα
φιλύρινος
φιλωρείτης
φιμός
φιμόω
-φι
φ
φιτρός
φίτυμα
φιτυποίμην
φῖτυ
φιτύω
φλάζω
φλαττόθρατ
φλαυρίζω
φλαῦρος
φλαυρότης
φλαυρουργός
View word page
φιτρός
φιτρός .φιτρός, οῦ, ὁ, a block of wood, log, Hom.
ShortDef
a block of wood, log
Debugging
Headword:
φιτρός
Headword (normalized):
φιτρός
Headword (normalized/stripped):
φιτρος
IDX:
34980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35020
Key:
fitro/s
Data
{'content': 'φιτρός\n .φιτρός, οῦ, ὁ,\n a block of wood, log, Hom.', 'key': 'fitro/s'}