Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματία
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρηστος
φιλόχρυσος
φιλοχωρέω
φιλοχωρία
φιλόχωρος
φιλοψευδής
φιλόψογος
φιλοψυχέω
φιλοψυχητέος
φιλοψυχία
φιλόψυχος
φίλτατος
φίλτερος
Φιλτραῖος
φίλτρον
View word page
φιλόχωρος
φιλόχωρος φῐλό-χωρος, ον, χώρα fond of a place.

ShortDef

fond of a place

Debugging

Headword:
φιλόχωρος
Headword (normalized):
φιλόχωρος
Headword (normalized/stripped):
φιλοχωρος
IDX:
34961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35001
Key:
filo/xwros

Data

{'content': 'φιλόχωρος\n φῐλό-χωρος, ον,\n χώρα\n fond of a place.', 'key': 'filo/xwros'}