Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγχοτάτω
ἀγχότερος
ἀγχοῦ
ἄγχουρος
ἀγχώμαλος
ἄγχω
ἀγωγαῖος
ἀγωγεύς
ἀγωγή
ἀγώγιμος
ἀγώγιον
ἀγωγός
ἀγωνάρχης
ἀγωνία
ἀγωνιάω
ἀγωνίζομαι
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστέον
View word page
ἀγώγιον
ἀγώγιον ἄγω the load of a wagon, Xen.
ShortDef
the load of a wagon
Debugging
Headword:
ἀγώγιον
Headword (normalized):
ἀγώγιον
Headword (normalized/stripped):
αγωγιον
IDX:
350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n350
Key:
a)gw/gion
Data
{'content': 'ἀγώγιον\n ἄγω\n the load of a wagon, Xen.', 'key': 'a)gw/gion'}