Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
View word page
ἀβόητος
ἀβόητος βοάω not loudly lamented, Anth.
ShortDef
not loudly lamented
Debugging
Headword:
ἀβόητος
Headword (normalized):
ἀβόητος
Headword (normalized/stripped):
αβοητος
IDX:
35
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35
Key:
a)bo/htos
Data
{'content': 'ἀβόητος\n βοάω\n not loudly lamented, Anth.', 'key': 'a)bo/htos'}