Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλόφρων
φιλοχορευτής
φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματία
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρηστος
φιλόχρυσος
φιλοχωρέω
φιλοχωρία
φιλόχωρος
φιλοψευδής
φιλόψογος
φιλοψυχέω
φιλοψυχητέος
φιλοψυχία
φιλόψυχος
φίλτατος
φίλτερος
View word page
φιλοχωρέω
φιλοχωρέω φῐλοχωρέω, fut. -ήσω φιλόχωρος to be fond of a place, to abide there always, haunt it, Hdt.
ShortDef
to be fond of a place, to abide there always, haunt it
Debugging
Headword:
φιλοχωρέω
Headword (normalized):
φιλοχωρέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοχωρεω
IDX:
34959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34999
Key:
filoxwre/w
Data
{'content': 'φιλοχωρέω\n φῐλοχωρέω,\n fut. -ήσω\n φιλόχωρος\n to be fond of a place, to abide there always, haunt it, Hdt.', 'key': 'filoxwre/w'}