φιλοχρήματος
φιλοχρήματος
φῐλο-χρήμᾰτος, ον,
χρῆμα
loving money, fond of money, Plat., etc.: τὸ φιλοχρήματον φιλοχρηματία, Plat.; Sup. -ώτατος, Diod. adv., φιλοχρημάτως ἔχειν φιλοχρηματεῖν, Isocr.
{
"content": "φιλοχρήματος\n φῐλο-χρήμᾰτος, ον,\n χρῆμα\n loving money, fond of money, Plat., etc.: τὸ φιλοχρήματον φιλοχρηματία, Plat.; Sup. -ώτατος, Diod. adv., φιλοχρημάτως ἔχειν φιλοχρηματεῖν, Isocr.",
"key": "filoxrh/matos"
}