Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φιλόφθογγος
φιλόφιλος
φιλοφρονέομαι
φιλοφροσύνη
φιλόφρων
φιλοχορευτής
φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματία
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρηστος
φιλόχρυσος
φιλοχωρέω
φιλοχωρία
φιλόχωρος
φιλοψευδής
φιλόψογος
φιλοψυχέω
φιλοψυχητέος
View word page
φιλοχρήματος
φιλοχρήματος φῐλο-χρήμᾰτος, ον, χρῆμα loving money, fond of money, Plat., etc.: τὸ φιλοχρήματον φιλοχρηματία, Plat.; Sup. -ώτατος, Diod. adv., φιλοχρημάτως ἔχειν φιλοχρηματεῖν, Isocr.
ShortDef
loving money, fond of money
Debugging
Headword:
φιλοχρήματος
Headword (normalized):
φιλοχρήματος
Headword (normalized/stripped):
φιλοχρηματος
IDX:
34955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34995
Key:
filoxrh/matos
Data
{'content': 'φιλοχρήματος\n φῐλο-χρήμᾰτος, ον,\n χρῆμα\n loving money, fond of money, Plat., etc.: τὸ φιλοχρήματον φιλοχρηματία, Plat.; Sup. -ώτατος, Diod. adv., φιλοχρημάτως ἔχειν φιλοχρηματεῖν, Isocr.', 'key': 'filoxrh/matos'}