Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φιλοτύραννος
φιλόφθογγος
φιλόφιλος
φιλοφρονέομαι
φιλοφροσύνη
φιλόφρων
φιλοχορευτής
φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματία
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρηστος
φιλόχρυσος
φιλοχωρέω
φιλοχωρία
φιλόχωρος
φιλοψευδής
φιλόψογος
φιλοψυχέω
View word page
φιλοχρηματιστής
φιλοχρηματιστής φῐλο-χρημᾰτιστής, οῦ, ὁ, fond of money-making, Plat.

ShortDef

fond of money-making

Debugging

Headword:
φιλοχρηματιστής
Headword (normalized):
φιλοχρηματιστής
Headword (normalized/stripped):
φιλοχρηματιστης
IDX:
34954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34994
Key:
filoxrhmatisth/s

Data

{'content': 'φιλοχρηματιστής\n φῐλο-χρημᾰτιστής, οῦ, ὁ,\n fond of money-making, Plat.', 'key': 'filoxrhmatisth/s'}